σεληνάκατος

σεληνάκατος
η косм, лунный отсек, лунная кабина

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "σεληνάκατος" в других словарях:

  • σεληνάκατος — η, Ν τμήμα διαστημοπλοίου και ιδίως τού αμερικανικού «Απόλλων», σχεδιασμένο κατάλληλα για προσεδάφιση στη Σελήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σελήνη + άκατος «μικρό σκάφος» (πρβλ. ατμ άκατος, βενζιν άκατος)] …   Dictionary of Greek

  • σεληνάκατος — η μικρό όχημα που από ένα διαστημόπλοιο στέλνεται να προσεδαφιστεί στη Σελήνη και έπειτα προσκολλάται πάλι σ’ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»